- καλοσυλλογίζομαι
- καλοσυλλογίστηκα, καλοσυλλογισμένος, σκέπτομαι κάτι καλά: Καλοσυλλογίσου το αυτό και το ξανασυζητάμε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καλοσυλλογίζομαι — σκέπτομαι κάτι σοβαρά, συλλογίζομαι με σύνεση, μελετώ επισταμένως … Dictionary of Greek
καλ(ο) — (AM καλ[ο]·) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό, πρβλ. καλό καρδος, καλο τάξιδος) με… … Dictionary of Greek